αἰτία

αἰτία
αἰτί-α, ,
A responsibility, mostly in bad sense, guilt, blame, or the imputation thereof, i.e. accusation, first in Pi.O.1.35 and Hdt., v. infr. (Hom. uses αἴτιος):—Phrases: αἰτίαν ἔχειν bear responsibility for,

τινός A.Eu.579

, S.Ant.1312; but usu. to be accused, τινός of a crime,

φόνου Hdt.5.70

: c. inf., Ar.V.506; foll. by ὡς . . , Pl.Ap.38c; by ὡς c. part., Id.Phdr.249d; ὑπό τινος by some one, A.Eu.99, Pl. R.565b: reversely,

αἰτία ἔχει τινά Hdt.5.70

,71;

αἰ. φεύγειν τινός S.Ph.1404

; ἐν αἰτίᾳ εἶναι or γίγνεσθαι, Hp.Art.67, X.Mem.2.8.6; αἰτίαν ὑπέχειν lie under a charge, Pl.Ap.33b, X.Cyr.6.3.16;

ὑπομεῖναι Aeschin.3.139

;

φέρεσθαι Th.2.60

; λαβεῖν ἀπό τινος ib.18;

αἰτίαις ἐνέχεσθαι Pl.Cri.52a

;

αἰτίαις περιπίπτειν Lys.7.1

;

εἰς αἰτίαν ἐμπίπτειν Pl.Tht.150a

;

αἰτίας τυγχάνειν D.Ep.2.2

;

ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖν A. Pr.332

; ἐν αἰτίῃ ἔχειν hold one guilty, Hdt.5.106;

δι' αἰτίας ἔχειν Th. 2.60

, etc.;

ἐν αἰτίᾳ βάλλειν S.OT656

; τὴν αἰτίαν ἐπιφέρειν τινί impute the fault to one, Hdt.1.26;

αἰτίαν νέμειν τινί S.Aj.28

;

ἐπάγειν D.18.283

;

προσβάλλειν τινί Antipho 3.2.4

; ἀνατιθέναι, προστιθέναι, Hp.VM21, Ar.Pax640, etc.; ἀπολύειν τινὰ τῆς αἰτίης to acquit of guilt, Hdt.9.88, etc.
2 in forensic oratory, invective without proof (opp. ἔλεγχος), D.22.23, cf. 18.15.
3 in good sense, εἰ . . εὖ πράξαιμεν, αἰτία θεοῦ the credit is his, A.Th.4; δι' ὅντινα αἰτίαν ἔχουσιν Ἀθηναῖοι βελτίους γεγονέναι are reputed to have become better, Pl.Grg.503b, cf. Alc.1.119a, Arist.Metaph.984b19; ὧν . . πέρι αἰτίαν ἔχεις διαφέρειν in which you are reputed to excel, Pl.Tht.169a; οἳ . . ἔχουσι ταύτην τὴν αἰ. who have this reputation, Id.R.435e, cf. And. 2.12;

αἰτίαν λαμβάνειν Pl.Lg.624a

.
4 expostulation,

μὴ ἐπ' ἔχθρᾳ τὸ πλέον ἢ αἰτίᾳ Th.1.69

.
II cause,

δι' ἣν αἰτίην ἐπολέμησαν Hdt.Prooem.

, cf. Democr.83, Pl.Ti.68e, Phd.97a sq., etc.; on the four causes of Arist. v. Ph.194b16, Metaph.983a26:—αἰ. τοῦ γενέσθαι or

γεγονέναι Pl.Phd.97a

;

τοῦ μεγίστου ἀγαθοῦ τῇ πόλει αἰτία ἡ κοινωνία Id.R.464b

:—dat. αἰτίᾳ for the sake of,

κοινοῦ τινος ἀγαθοῦ Th.4.87

, cf. D.H.8.29:—αἴτιον (cf.

αἴτιος 11.2

) is used like αἰτία in the sense of cause, not in that of accusation.
III occasion, motive, αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε gave them a the me for song, Pi.N.7.11;

αἰτίαν παρέχειν Luc.Tyr.13

.
IV head, category under which a thing comes, D.23.75.
V case in dispute,

ἡ αἰ. τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τῆς γυναικός Ev.Matt.10.10

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αἰτία — αἰτίᾱ , αἴτιος culpable fem nom/voc/acc dual αἰτίᾱ , αἴτιος culpable fem nom/voc sg (attic doric aeolic) αἰτίᾱ , αἰτία responsibility fem nom/voc/acc dual αἰτίᾱ , αἰτία responsibility fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτίᾳ — αἰτίᾱͅ , αἴτιος culpable fem dat sg (attic doric aeolic) αἰτίαι , αἰτία responsibility fem nom/voc pl αἰτίᾱͅ , αἰτία responsibility fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… …   Dictionary of Greek

  • αιτία — η ο λόγος για τον οποίο γίνεται κάτι: Δεν υπάρχει αποτέλεσμα χωρίς αιτία. – Η αιτία της αποχώρησής μου ήταν άλλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἰτιᾷ — αἰτιάομαι accuse pres subj mp 2nd sg αἰτιάομαι accuse pres ind mp 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴτια — αἴτιος culpable neut nom/voc/acc pl αἴτιος culpable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύκος ἐν αἰτίᾳ γίνεται κἂν φέρῃ κἂν μὴ φέρῃ. — См. Ел ли, не ел, а за обед почтут …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αἰτίας — αἰτίᾱς , αἴτιος culpable fem acc pl αἰτίᾱς , αἴτιος culpable fem gen sg (attic doric aeolic) αἰτίᾱς , αἰτία responsibility fem acc pl αἰτίᾱς , αἰτία responsibility fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιαθείσας — αἰτιᾱθείσᾱς , αἰτιάομαι accuse aor part mp fem acc pl (attic) αἰτιᾱθείσᾱς , αἰτιάομαι accuse aor part mp fem gen sg (attic doric aeolic) αἰτιᾱθείσᾱς , αἰτιάομαι accuse aor part mp fem acc pl (doric aeolic) αἰτιᾱθείσᾱς , αἰτιάομαι accuse… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιαθέντα — αἰτιᾱθέντα , αἰτιάομαι accuse aor part mp neut nom/voc/acc pl (attic) αἰτιᾱθέντα , αἰτιάομαι accuse aor part mp masc acc sg (attic) αἰτιᾱθέντα , αἰτιάομαι accuse aor part mp neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) αἰτιᾱθέντα , αἰτιάομαι accuse aor …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιασαμένων — αἰτιᾱσαμένων , αἰτιάομαι accuse aor part mp fem gen pl (attic) αἰτιᾱσαμένων , αἰτιάομαι accuse aor part mp masc/neut gen pl (attic) αἰτιᾱσαμένων , αἰτιάομαι accuse aor part mp fem gen pl (doric aeolic) αἰτιᾱσαμένων , αἰτιάομαι accuse aor part …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”